- ἐπεκοινώσω
- ἐπικοινόομαιaor ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικοινώ — ἐπικοινῶ, όω (Α) [επίκοινος] 1. ανακοινώνω, κοινοποιώ, μεταδίδω 2. μέσ. ἐπικοινοῡμαι, όομαι ανακοινώνω κάτι σε κάποιον και ζητώ τη συμβουλή του («περὶ τούτου τῷ πατρὶ ἐπεκοινώσω», Πλάτ.) 3. παθ. έρχομαι σε επικοινωνία («περί τε γάμους ἀλλήλους… … Dictionary of Greek